- γναφάλωση
- ηγέμισμα στρωμάτων, μαξιλαριών κ.λπ. με γνάφαλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γναφάλωμα — το 1. η γναφάλωση 2. το γνάφαλο … Dictionary of Greek
γναφαλωτήρας — ο εργαλείο όμοιο με άγκιστρο, με το οποίο γίνεται η γναφάλωση … Dictionary of Greek